- τσίκλα
- η(λ. αγγλ.), είδος μαστίχας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσίκλα — και τσίχλα, η, Ν (τροφ. τεχνολ.) προϊόν που παράγεται από τον γαλακτώδη χυμό φυτού τού γένους αχράς και από παρόμοιες ελαστικές ουσίες με την προσθήκη ζάχαρης ή άλλων γλυκαντικών ουσιών και το οποίο μασιέται για τη γεύση και το άρωμά του. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
τσίχλα — (turdus). Ωδικό πτηνό της οικογένειας των τουρδιδών. Το πτηνό αυτό έχει μέσο μήκος 23 εκ. μαζί με την ουρά (9 εκ.). Ζει στην Ευρώπη και σε μεγάλες ασιατικές περιοχές περίπου μεταξύ 60° και 40° βόρειου πλάτους. Διαχειμάζει στη βόρεια Αφρική και… … Dictionary of Greek
τσίχλα — η 1. το ωδικό πουλί κίχλη. 2. μτφ., άνθρωπος αδύνατος, κοκαλιάρης, τσίρος: Από τη νηστεία έγινε σαν τσίχλα. 3. τσίκλα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)